πολιοφάγος

πολιοφάγος
ὁ, Α
γέροντας που τρώγει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «υπόλευκος, αυτός που έχει λευκές τρίχες» + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω «τρώω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”